- υδατοπέδιο(ν)
- το исток реки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδατοπέδιο — το, Ν η περιοχή από την οποία ένας ποταμός δέχεται τα νερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + πεδίο (πρβλ. ορο πέδιο)] … Dictionary of Greek
υδατοπέδιο — το περιοχή απ΄ όπου προέρχονται τα νερά ενός ποταμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)